ζευγαρίζω

ζευγαρίζω
αμετ. пахать землю

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ζευγαρίζω" в других словарях:

  • ζευγαρίζω — [ζευγάρι] οργώνω με ζευγάρι βοδιών ή ίππων …   Dictionary of Greek

  • ζευγαρίζω — ζευγάρισα, οργώνω με αλέτρι που το σέρνουν ζώα: Όλη τη βδομάδα ζευγάριζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αζευγάριστος — η, ο [ζευγαρίζω] (για εκτάσεις) αυτός που δεν ζευγαρίστηκε, ανόργωτος, ακαλλιέργητος …   Dictionary of Greek

  • ζευγάρισμα — ο [ζευγαρίζω] η αροτρίωση με ζευγάρι βοδιών …   Dictionary of Greek

  • ζευγαρώνω — [ζευγάριο(ν)] 1. συνδέω ανά δύο, συγκροτώ ζεύγος 2. (για υγρά) ανακατώνω, αναμιγνύω 3. (για ζώα) συνδέω σε ζεύγος για την αναπαραγωγή τού είδους («ζευγαρώνω τα περιστέρια») 3. ενώνομαι με ετερογενή, αποτελώ ερωτικό ζεύγος 4. ζευγαρίζω*, οργώνω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»